-
1 πολύς
πολύς, [dialect] Att. πολλή, πολύ; gen. πολλοῦ, ῆς, ou=; dat. πολλῷ, ῇ, ῷ; acc. πολύν, πολλήν, πολύ:—[dialect] Ion. [full] πολλός Anacr.43.3,Aπολλή, πολλόν Xenoph.9
, Democr.219, Hp.VM1, Herod.3.19; also in Trag., S.Ant.86, Tr. 1196; acc. πολλόν, πολλήν, πολλόν: Hdt. uses the [dialect] Ion. forms, but codd. haveπολύν 2.121
.δ, 3.57, v.l. in 6.125,πολύ 2.106
,3.38,6.72,7.46, 160 ( πολύ also in Heraclit.114, Democr. 244):—both sets of forms are found in [dialect] Ep., also gen. sg.πολέος Il.4.244
, etc.: nom. pl.πολέες 2.417
, al., once [var] contr.πολεῖς 11.708
; gen. πολέων (trisyll.) 5.691, (disyll.) 16.655; dat.πολέσι 10.262
,al.;πολέσσι 13.452
, al.;πολέεσσι 9.73
, Od.5.54, Hes.Op. 119, etc.; acc. πολέας (trisyll.) Il.3.126, etc., (disyll.) 1.559,2.4, Hes.Op. 580 (freq. with v.l. πολεῖς Il.15.66, etc.); in later [dialect] Ep. πολέες is used as fem., Call.Del.28, alsoπολέας Id.Dian.42
, A.R.3.21; neut.πολέα Q.S.1.74
(v. infr.):—[dialect] Ep. also have [full] πουλύς (once in Hes., Th. 190, also Thgn. 509, sts. fem. in Hom.,πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27
,ἠέρα πουλύν 5.776
), neut.πουλύ Od.19.387
; these forms are found in codd. of Hp. and Aret. (who uses πολύ, πουλύ and πολλόν in neut.), but not in Hdt.:— Lyr. and Trag. (lyr.) sts. use [dialect] Ep. forms, dat. sg. ; nom. pl.πολέες B.10.17
; neut. ; (fem., B.5.100); dat. pl. . [ῠalways.]I of Number, many, Il.2.417, etc.; ἐκ πολλῶν, opp. ἐξὀλίγων, Hes.Th. 447; τριηκόντων ἐτέων πόλλ' ἀπολείπων wanting many of thirty years, Id.Op. 696;παρῆσάν τινες, καὶ πολλοί γε Pl.Phd. 58d
;οὐ πολλοί τινες A.Pers. 510
: with Nouns of multitude,πουλὺς ὅμιλος Od.8.109
;πλῆθος πολλόν Hdt.1.141
;ἔθνος πολλόν Id.4.22
; later πουλὺ.. ἐπ' ἔτος many a year, AP6.235 (Thall.);π. ἦν ὁ καταπλέων Plb.15.26.10
; of anything often repeated,περὶ σέο λόγος ἀπῖκται π. Hdt.1.30
;πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος Id.2.2
, cf. 3.137, etc.;πολὺ.. τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας S.OC 305
; often,D.
21.29; τοῦτο ἐπιεικῶς πολὺ νῦν ἐστι is fairly frequent, Luc.Hist.Conscr.15.2 of Size, Degree, Intensity, much, mighty, ὄμβρος, νιφετός, Il.10.6;π. ὕπνος Od.15.394
;πῦρ.. π. 10.359
; π. ὑμέναιος a loud song, Il.18.493; π. ὀρυμαγδός, ῥοῖζος, etc., 2.810, Od.9.315, etc.; π. ἀνάγκη strong necessity, E.Ph. 1674; π. γέλως, βοή, much or great, S.Aj. 303, 1149; μωρία ib. 745; ὄλβος, αἰδώς, A.Pers. 251, Ag. 948;ἀσφάλεια Th.2.11
; ἀλογία, εὐήθεια, Pl.Phd. 67e, Phdr. 275c, etc.b rarely of a single person, great, mighty,μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο Hdt.7.14
, cf. E.Hipp.1; ὁ π. σοφιστής, στρατηγός, Chor.p.23 B., Id.in Rev.Phil.1.68;ὁ πάντα π. Id.p.27
B.; ὁ πολύς alone, of Hippocrates, Gal.19.530; of Trajan, Lyd.Mag.2.28;ῥώμην σώματος πολύς D.H.2.42
.c joined with a Verb, Κύπρις γὰρ οὐ φορητός, ἢν πολλὴ ῥυῇ if she flow with full stream, metaph. from a river, E.Hipp. 443;θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι D. 18.136
; from the wind, ὡς π. ἔπνει καὶ λαμπρός was blowing strong and fresh, Id.25.57, cf. Ar.Eq. 760, AP11.49 (Even.): generally, with might or force,ὅταν ὁ θεὸς.. ἔλθῃ πολύς E.Ba. 300
;ἢν π. παρῇ Id.Or. 1200
;π. καὶ τολμηρὸς ἅνθρωπος D.40.53
: with part. and εἰμί, πολλὸς ἦν λισσόμενος was all entreaties, Hdt.9.91; ;Ἐτεοκλέης ἂν εἷς π... ὑμνοῖθ' A.Th.6
;π. ἐνέκειτο λέγων Hdt.7.158
;π. τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται D.18.199
; alsoπ. ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι Hdt.8.59
;πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Plb.5.49.7
;ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ D.S.14.107
: without a Prep.,π. ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής Aeschin.2.41
; π. μὲν γὰρ ὁ Φίλιππος ἔσται will be often mentioned, Id.1.166.3 of Value or Worth,πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562
, cf. Od.8.405;πολλοῦ ἄξιος X.An.4.1.28
, etc.;πολλῶν ἄξιος Ar. Pax 918
; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Lat. magni facere, cf.περί A.
IV; ἐπὶ πολλῷ at a high price, D.8.53;ἐπὶ π. ἐρραθυμηκότες Id.1.15
; πολύ ἐστί τι it is worth much, of great conscquence, X.Oec.18.7.4 of Space, large, wide, π. χώρη, πεδίον, Il.23.520,4.244, etc.; πόντος, πέλαγος, Hes.Op. 635, S.Ph. 635;χῶρος πλατὺς καὶ π. Hdt.4.39
; λίμνη μεγάλη τε καὶ π. ib. 109;π. ἡ Σικελία Th. 7.13
;π. ἡ Ἑλλάς Pl.Phd. 78a
, etc.; πολλὸς ἔκειτο he lay outstretched wide, Il.7.156, cf. 11.307; π. κέλευθος a far way, A.Pers. 748 (troch.): withoutὁδός, πολλὴ μὲν εἰς Ἡράκλειαν.., πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν.. X.An.6.3.16
: διὰ πολλοῦ, ἐκ πολλοῦ, v. infr. IV.5 of Time, long, (anap.), etc.;πολὺν χρόνον Il.2.343
, etc.;οὐ π. χρ. S.Ph. 348
, etc.; soπολλοῦ χρόνου Ar.Pl.98
;χρόνῳ πολλῷ S.Tr. 228
; διὰ πολλοῦ (sc. χρόνου) Luc.Nec.15;ἐκ πολλοῦ Th.1.58
, D. 21.41; πρὸ πολλοῦ long before, D.S.14.43;οὐ μετὰ πολύ Luc.Tox.54
; ἔτι πολλῆς νυκτός while still quite night, Th.8.101; πολλῆς ὥρας late in the day, Plb.5.8.3;ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35
;ἔτι ἔστιν ἡμέρα πολλή LXX Ge.29.7
.II Special usages:1 c. partit.gen., e.g. πολλοὶ Τρώων, for πολλοὶ Τρῶες, Il.18.271, etc.; neut., πολλὸν σαρκός, for πολλὴ σάρξ, Od.19.450: in Prose, the Adj. generally takes the gender of the gen.,τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου Hdt.1.24
; τῆς γῆς οὐ πολλήν Th.6.7;τῆς ἀθάρης πολλήν Ar.Pl. 694
;πολλὴν τῆς χώρας X.Cyr. 3.2.2
;ὁ π. τοῦ λόγου D.44.6
; v. infr. 3.2 joined with another Adj.,πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch. 277
, cf. 585 (lyr.), etc.: more freq. joined to another Adj. by καί, πολέες τε καὶ ἐσθλοί many men and good, Il.6.452, etc.;πολέες τε καὶ ἄλκιμοι 21.586
;πολλὰ καὶ ἐσθλά Od.2.312
; παλαιά τε πολλά τε ib. 188;ἄκοσμά τε π. τε Il.2.213
;πολλαί γε.. καὶ ἄλλαι Hes.Th. 363
;π. τε καὶ κακά Hdt.4.167
, etc.;π. κἀγαθά Ar.Th. 351
(butπ. ἀγαθά IG12.76.45
);π. καὶ ἀνόσια Pl.R. 416e
;π. καὶ μακάρια Id.Plt. 269d
;π. καὶ πονηρά X.Mem.2.9.6
;πολλά τε καὶ δεινά Id.An.5.5.8
;μεγάλα καὶ π. D.36.22
; π. καὶ καλοὺς (s.v.l.) κινδύνους, π. καὶ καλὰ παραδείγματα, Din.1.109.3 with the Art. (in Hom. without the Art., Il.2.483, 5.334, 22.28), of persons or things well known, Ἑλένα μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ π. ψυχὰς ὀλέσασ' those many lives, A.Ag. 1456 (lyr.), cf. S.OT 845, Th.3.87, Pl.Phd. 88a, Ti. 54a, Act.Ap.26.24: with abstract Nouns,τᾶς πολλᾶς ὑγιείας A. Ag. 1001
(lyr., dub.); numbers,Hdt.
1.136.b οἱ π. the many, i.e. the greater number,Ἀθηναῖοι.. ἀπῆλθον οἱ πολλοί Th. 1.126
, cf. 3.32, etc. (so in sg., ὁ πολλὸς λόγος the prevailing report, Hdt.1.75);τοῖς π. κριταῖς S.Aj. 1243
: with gen., τοῖς π. βροτῶν ib. 682;οἱ π. τῶν ἀνθρώπων X.Cyr.8.2.24
; far the most,Hp.
Aër.20 (v.l. μάλιστα for ἅπαντες); for τὰ πολλὰ πάντα, v. infr. 111.1a: hence οἱ πολλοί the people, the commonalty, opp. οἱ μείζω κεκτημένοι, Th.1.6; opp. οἱ κομψότεροι, Pl.R. 505b; οἱ π., = Lat. plebs, D.S.20.36; τῶν πολλῶν εἷς one of the multitude, D.21.96; alsoὁ π. λεώς Luc.JTr.53
, cf. Rh.Pr.17;ὁ π. ὅμιλος Id.Luct.2
. Hdn.1.1.1, etc.;ὁ π. δῆμος Luc.Apol.15
;ὁ π. ὄχλος Ph. 2.4
; ὁ π. alone, = vulgus, v.l. in D.S.2.29; the ordinary man, Epicur.Fr. 478, Phld.Rh.2.154S.;νίμμα ὁ π. λέγει, ἡμεῖς ἀπόνιπτρον λέγομεν Phryn.170
, cf.369; ὁ ἐμπαθὴς καὶ π. ἄνθρωπος 'l'homme moyen sensuel', Herm.in Phdr.p.146A.; ὁ π. ἄνθρωπος (with pl. Verb) the average man, opp. τὸ ἐξαίρετον, Eun.Hist.p.216 D.c τὸ πολύ, c. gen.,τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.8.100
;τὸ π. τοῦ χρόνου Hp.
Aër. 20;τῶν λογάδων τὸ π. Th.5.73
;τῶν ὅπλων τὸ π. Pl.Plt. 288b
; alsoὁ στρατὸς ὁ πολλός Hdt.1.102
;ἡ δύναμις ἡ π. Th.1.24
; ὁ π. βίοτος the best part of life, S.El. 185 (lyr.).d the most,Od.
22.273, and perh. 2.58, 17.537 (elsewh. in Hom. πολλά, as Subst., means much riches, great possessions, Il.11.684, Od.19.195);τὰ π. τοῦ πολέμου Th.2.13
; πρὸς τὸ τῶν π. μέγεθος in regard to the size of the average, Arist.Rh. 1363b11.4 pl. πολλά very much, too much, πολλὰ πράσσειν, = πολυπραγμονεῖν, E.Supp. 576, Ar.Ra. 228;π. ἔπαθεν Pi.O.13.63
, etc.; π. ἔρξαι τινά to do one much harm, A. Th. 923 (lyr.).5 πολλάς with Verbs of beating ( πληγάς being omitted), v. πληγή 1.6 πολύς repeated, , cf. A.Supp. 451; , etc.; πολλοῦ πολύς, v. infr. 111.1b: with Advbs. πολλάκις, πολλαχῇ, etc. (qq. v., cf. 111.1 e).III Adverbial usages:a neut. πολύ ([dialect] Ion. πολλόν) , πολλά, much,πόλλ' ἀεκαζομένη Il.6.458
, etc.; strengthd.,μάλα πολλά 8.22
, al.;πάνυ πολύ Pl.Alc.1.119c
; ; esp. of repetition, often, Il.2.798, Od.13.29, Hes.Op. 322; so of earnest commands and entreaties, πολλὰ κελεύων, πόλλ' ἐπέτελλον, πολλὰ λισσομένη, πολλὰ μάλ' εὐχομένω, Il.5.528, 11.782, 5.358, 9.183: with the Art., for the most part,Pl.
Prt. 315a, etc. (but with numerals, at most, Vett. Val.9.5);ὡς τὸ π. X.Mem.1.1.10
, etc.;τὰ πολλά Th.1.13
, 2.11,87, etc.;ὡς τὰ π. Id.5.65
, etc.;τὰ π. πάντα Hdt.1.203
, 2.35, 5.67.b of Degree, far, very much,ἀπέφυγε πολλὸν τοὺς διώκοντας Id.6.82
: also abs. gen. πολλοῦ very,θρασὺς εἶ πολλοῦ Ar.Nu. 915
, cf. Eup.74;πολλοῦ δύνασθαι Alciphr.1.9
(s.v.l.); πολλοῦ πολύς, πολλὴ πολλοῦ, much too much, Ar.Eq. 822,Ra. 1046.c of Space, a great way, far,οὐ πολλόν Hdt.1.104
;πολὺ οὐκ ἐξῄεσαν Th.1.15
, etc.d of Time, long,ὡς πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο Hdt.4.126
, cf. 6.129.e of Probability, ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκῃς, perh. = ἐὰν πολλάκις τέκῃς,POxy. 744.9 (i B.C./i A.D.);ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω Ar.Ec. 1105
.2 πολύ is freq. joined with Adjs. and Advbs.,a with a [comp] Comp. to increase its comp. force, πολὺ μεῖζον, πολλὸν παυρότεροι, Il.1.167, Od.14.17; πολὺ μᾶλλον much more, Il.9.700; πολύ τι μᾶλλον f.l. in D.H. Comp.4 (p.22 U.-R.): with words, esp. Preps., between πολύ and its Adj., π. ἐν πλέονι, π. ἐπὶ δεινοτέρῳ, Th.1.35, Pl.R. 589e;πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων Id.Phd. 110c
;π. σὺν φρονήματι μείζονι X.An.3.1.22
, cf.3.2.30, Smp.1.4 (but the Prep. freq. comes first,ἐκ π. ἐλάττονος And.1.109
, etc.); so πολλῷ is freq. used with the [comp] Comp., by far, A.Pr. 337, Hdt. 1.134, etc.;π. μᾶλλον S.OT 1159
, Pl.Phd. 80e; οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον not a great deal weaker, Hdt.1.181, cf. 2.48,67, etc.: πολύ with all words implying comparison, πολὺ πρίν much sooner, Il.9.250;π. πρό 4.373
: with the comp. Verbφθάνω, ἦ κε πολὺ φθαίη 13.815
; so πολὺ προβέβηκας ἁπάντων, πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων, 6.125, 11.217;προὔλαβε πολλῷ Th.7.80
: with βούλομαι, = prefer,ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι νίκην Il.17.331
, cf. Od.17.404; πολύ γε in answers, after a [comp] Comp. or [comp] Sup., ἀργὸς.. γενήσεται μᾶλλον; Answ. , cf. 387e, etc.b with a [comp] Sup., πολὺ πρώτιστος, πολλὸν ἄριστος, far the first, etc., Il.2.702, 1.91, etc.;προθυμία π. τολμηροτάτη Th.1.74
, etc.;πολλόν τι μάλιστα Hdt.1.56
;π. δή, π. δὴ γυναῖκ' ἀρίσταν E.Alc. 442
(lyr.), cf. Ar.Av. 539, Archestr.Fr.34.9; alsoπολλῷ πλεῖστοι Hdt.5.92
.έ, 8.42;π. μεγίστους Id.4.82
.c with a Positive, to add force to the Adj.,ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφή A.Ag. 1295
; alsoἐς πόλλ' ἀθλία πέφυκ' ἐγώ E.Ph. 619
(troch.);πολὺ ἀφόρητος Luc.DMeretr. 9.3
; cf. πλεῖστος.IV with Preps.,1 διὰ πολλοῦ at a great interval of Space or Time, v. διά A.1.5, 11.2.4 ἐπὶ πολύ,a over a great space, far,οὐκ ἐπὶ πολλόν Hdt.2.32
; ἐπὶ π. τῆς θαλάσσης, τῆς χώρας, Th.1.50,4.3, etc.; to a great extent, Id.1.6,18,3.83; cf.ποιέω B.11.2
.b for a long time, long, Id.5.16;τῆς ἡμέρας ἐπὶ π. Id.7.38
, cf. 39.cὡς ἐπὶ π.
very generally,Id.
1.12 (v.l.), Archyt. ap. Stob.3.1.195;ὡς ἐπὶ τὸ π.
for the most part,Th.
2.13, Pl.Plt. 294e, etc.;μὴ καθ' ἓν ἕκαστον, ἀλλ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Isoc.4.154
;τό γ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Id.8.35
.6 περὶ πολλοῦ, v. supr. 1.3.7 πρὸ πολλοῦ far before,τῆς πόλεως D.H.9.35
; also of Time, οὐ πρὸ π. not long before, Id.5.62.8 σὺν πολλῷ in no small degree, only too much or too well, Hld.2.8,9.20, 10.9 (cf. CR41.53). -
2 ὀγκ-ώδης
ὀγκ-ώδης, ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχϑής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅςτις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.
-
3 ὀχληρός
ὀχληρός, 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνϑανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχϑής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
-
4 εὐ-σταλής
εὐ-σταλής, ές, wohl ausgerüstet, zunächst von Schiffen, von der Flotte, στόλος Aesch. Pers. 781; πλοῦς εὐστ. καὶ οὔριος, leicht, Soph. Phil. 769; von Soldaten, εὐσταλέστατος ὁ ἱππεύς Xen. Equ. 7, 8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3, 22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα Crass. 25; εὐσταλέστερος ὁπλισμός, leichte Rüstung, D. Hal. 7, 59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. Mar. 34; übertr., gefällig, anständig, κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ, dem ὀγκώδης u. ἐπαχϑής entgeggstzt, Plat. Men. 90 a; Luc. Tim. 54 τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, auf einfachen Schmuck u. anständige Haltung zu beziehen, wie Diod. Com. bei Ath. VI, 239 c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν σ υμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένϑη πρᾳοτέρους, Sol. 12. – Adv., ohne Umstände, leicht, καὶ κούφως ἐκτρέχειν Hdn. 4, 15, 3; anständig, ἀναβεβλημένοι Luc. Hermot. 18; vgl. Opp. C. 1, 97.
-
5 ἀρχή
A beginning, origin,νείκεος ἀ. Il.22.116
;πήματος Od.8.81
;φόνου 21.4
, etc.; opp. τέλος, Hdt.7.51, etc.; opp. τελευτή, Thgn.607, cf. Pl.Lg. 715e, Hp.Morb.1.1;ἀ. γενέσθαι κακῶν Hdt.5.97
;ἀ. ποιήσασθαί τινος Th.1.128
, And.2.37, Isoc.12.120, etc.;ἀ. λαβεῖν τινός Aeschin.1.11
;τὰς ἀρχὰς εἰληφέναι Plb.4.28.3
; ἀρχὴν ὑποθέσθαι lay a foundation, D.3.2, etc.; (and [voice] Pass.,ἀρχαὶ βέβληνται Pi.N.1.8
);ἀρχὴν ἄρχεσθαί τινος Pl.Ti. 36e
; source of action, [ὁ ἄνθρωπος] ἔχει ἀρχὴν ἐλευθέραν Plot.3.3.4
.b with Preps. in adverbial usages, ἐξ ἀρχῆς from the beginning, from the first, from of old, Od.1.188, Xenoph.10, etc.;οὑξ ἀ. φίλος S.OT 385
;ἡ ἐξ ἀ. ἔχθρα D.54.3
;τὸ ἐξ ἀ. X.Cyn.12.6
; butπλουτεῖν ἐξ ἀ. πάλιν
anew, afresh,Ar.
Pl. 221;λόγον πάλιν ὥσπερ ἐξ ἀ. κινεῖν Pl.R. 450a
; ὁ ἐξ ἀ. λόγος the original argument, Id.Tht. 177c, etc.; τὰ ἐξ ἀ. the principal sum, Arist.Pol. 1280a30:—alsoἀπ' ἀ. Hes.Th. 425
, Hdt.2.104, Pi.P.8.25, A.Supp. 344, Pl.Tht. 206d; κατ' ἀρχάς in the beginning, at first, Hdt.3.153, 7.5;αὐτίκα κατ' ἀ. Id.8.94
;τὸ κατ' ἀ. Pl. Lg. 798a
, al.c acc. ἀρχήν, abs., to begin with, at first, Hdt. 1.9, 2.28, 8.132;τὴν ἀρχήν And.3.20
: pl.,τὰς ἀρχάς Plb.16.22.8
: freq. followed by a neg., not at all,ἀρχὴν μηδὲ λαβών Hdt.3.39
, cf. 1.193, al.;ἀ. δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα S.Ant.92
;ἀ. κλύειν ἂν οὐκ.. ἐβουλόμην Id.Ph. 1239
, cf. El. 439, Philol.3, Antipho5.73, Pl. Grg. 478c; sts. c. Art.,τοῦτο οὐκ ἐνδέκομαι τὴν ἀ. Hdt.4.25
;τὴν ἀ. γὰρ ἐξῆν αὐτῷ μὴ γράφειν D.23.93
.2 first principle, element, first so used by Anaximander, acc. to Simp. in Ph.150.23, cf. Arist. Metaph. 983b11, etc.;Ἡράκλειτος τὴν ἀ. εἶναί φησι ψυχήν Id.de An. 405a25
; of ὕλη and θεός, opp. στοιχεῖα, Placit.1.3.25; practical principle of conduct, ; principles of knowledge, Arist.Metaph. 995b8, al.3 end, corner, of a bandage, rope, sheet, etc., Hdt.4.60, Hp.Off.9, E.Hipp. 762, Aen.Tact.18.14, Act.Ap.10.11; of a compound pulley, Hero Bel.84.14.4 Math., origin of a curve,τῆς ἕλικος Archim.Spir. 11
Def.2, etc.;ξυνὸν ἀ. καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας Heraclit. 103
.6 sum, total, ib.Nu.1.2.7 vital organs of the body, Gal.1.318, al.II first place or power, sovereignty (not in Hom.),Διὸς ἀρχά Pi.O.2.64
, cf. Hdt.1.6, etc.;γενέσθαι ἐπ' ἀρχῆς Arist.Pol. 1284b2
: metaph., μεγάλην μεντἂν ἀ. εἴης εὑρηκώς, of a stroke of fortune, D.21.196: pl.,ἀρχαὶ πολισσονόμοι A.Ch. 864
(lyr.);τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβων S.Ant. 744
, etc.: c. gen. rei, ; ἀ. τῶν νεῶν, τῆς θαλάσσης, power over them, Th.3.90, X.Ath.2.7, etc.: prov., ἀ. ἄνδρα δείξει Biasap.Arist.EN 1130a1, cf. D.Prooem.48; method of government,οὐδὲ τὴν ἄλλην ἀ. ἐπαχθής Th.6.54
.2 empire, realm, Κύρου, Περδίκκου ἀ., Hdt.1.91, Th.4.128, etc.3 magistracy, office, ἀρχὴν ἄρχειν, παραλαμβάνειν, Hdt.3.80, 4.147;καταστήσας τὰς ἀ. καὶ ἄρχοντας ἐπιστήσας Id.3.89
; εἰς ἀ. καθίστασθαι Th.8.70; εἰς τὴν ἀ. εἰσιέναι D.59.72, etc.; ἀ. λαχεῖν to obtain an office, Id.57.25;Ἑλληνοταμίαι τότε πρῶτον κατέστη ἀ. Th.1.96
;ἐνιαύσιος ἀ. Id.6.54
; ἀ. χειροτονητή, κληρωτή, Lex ap.Aeschin.1.21; withsg. Noun,Κυθηροδίκης ἀ. ἐκ τῆς Σπάρτης διέβαινεν αὐτόσε Th.4.53
; term of office, ;ἀρχαὶ καὶ λειτουργίαι POxy.119.16
(iii A.D.).4 in pl., the authorities, the magistrates,Th.
5.47, cf. Decr. ap. And.1.83; ἐν ταῖς ἀ. εἶναι Th.6.54; ἡ ἀρχή collectively, 'the board', D.47.22, cf. IG1.229, etc.;παραδιδόναι τινὰ τῇ ἀ. Antipho5.48
; but ἡ ἀ., of a single magistrate, PHal.1.226 (iii B.C.); κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς against authority, A.Supp. 485;πομποὺς ἀρχάς Id.Ag. 124
(anap.).6 pl., heavenly powers, Ep.Rom.8.38, al., cf. Dam. Pr.96; powers of evil, Ep.Eph.6.12, al.III = εἶδος μελίσσης ἀκέντρου, Hsch. -
6 εἰς
εἰς or [full] ἐς, PREP. WITH ACC. ONLY:—both forms are found in Hom., [dialect] Ion. poets, and early metrical Inscrr.; ἐς is best attested in Hdt. and Hp., and is found in nearly all early [dialect] Ion. Inscrr. (exc. IG12(8).262.16 (Thasos, v B. C.), ib.7.235.1 (Oropus, iv B. C.)); εἰς in [dialect] Att. Inscrr. from iv B. C., IG2.115, etc.; and usu. in [dialect] Att. Prose (exc. Th.) and Com. (exc. in parody): Trag. apptly. prefer εἰς, but ἐς is used before vowels metri gr.; ἐς was retained in the phrases ἐς κόρακας (whence the Verb σκορακίζω) , ἐς μακαρίαν. [dialect] Aeol. poets have εἰς before vowels, ἐς before consonants, and this is given as the rule in Hom. by An.Ox. 1.172, cf. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533B. (Orig. ἐνς, as in IG4.554.7 ([place name] Argos), GDI4986.11 ([place name] Crete); cf. ἐν, ἰν. The diphthong is genuine in [dialect] Aeol. εἰς, but spurious in [dialect] Att.-[dialect] Ion.) Radical senseA into, and then more loosely, to:I OF PLACE, the oldest and commonest usage, εἰς ἅλα into or to the sea, Il.1.141, al.;εἰς ἅλαδε Od.10.351
;ἔς ῥ' ἀσαμίνθους 4.48
; ἐς οἶνον βάλε φάρμακον ib. 220; freq. of places, to,εἰς Εὔβοιαν 3.174
; ἐς Αἴγυπτον, etc., Hdt.1.5, etc.; ἐς Μίλητον into the territory of Miletus, ib.14;εἰς Ἑλλήσποντον εἰσέπλει X.HG1.1.2
;ἀφίκετο εἰς Μήδους πρὸς Κυαξάρην Id.Cyr.2.1.2
; εἰς ἅρματα βαίνειν to step into.., Il.8.115;εἰς ἐλάτην ἀναβῆναι 14.287
; opp. ἐκ, in such phrases as ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, from heel to ankle-joint, from head to foot, 22.397, 23.169;ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν 20.137
;ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ Od.7.87
; κἠς ἔτος ἐξ ἔτεος from year to year, Theoc. 18.15: with Verbs implying motion or direction, as of looking,ἰδεῖν εἰς οὐρανόν Il.3.364
; εἰς ὦπα ἰδέσθαι to look in the face, 9.373, etc.; εἰς ὦπα ἔοικεν he is like in face (sc. ἰδόντι), 3.158, etc.; ἐς ὀφθαλμούς τινος ἐλθεῖν to come before another's eyes, 24.204;ἐς ὄψιν ἀπικνέεσθαί τινος Hdt.1.136
;καλέσαι τινὰ ἐς ὄψιν Id.5.106
, etc.; ἐς ταὐτὸν ἥκειν come to the same point, E.Hipp. 273: less freq. after a Subst.,ὁδὸς ἐς λαύρην Od.22.128
; τὸ ἐς Παλλήνην τεῖχος facing Pallene, Th.1.56;ξύνοδος ἐς τὴν Δῆλον Id.3.104
, cf.Pl.Tht. 173d.b [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also c. acc. pers. ([dialect] Att. ὡς, πρός, παρά), Il.7.312, 15.402, Od.14.127, Hdt.4.147; also in [dialect] Att. with collective Nouns,ἐς τὸν δῆμον παρελθόντες Th. 5.45
, or plurals,εἰς ὑμᾶς εἰσῆλθον D.18.103
; esp. of consulting an oracle,ἐς θεὸν ἐλθεῖν Pi.O.7.31
;εἰς Ἄμμων' ἐλθόντες Ar.Av. 619
.2 with Verbs expressing restin a place, when a previous motion into or to it is implied, ἐς μέγαρον κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου he put it in the house (i.e. he brought it into the house, and put it there), Od.20.96; ἐς θρόνους ἕζοντο they sat them down upon the seats, 4.51, cf. 1.130; ἐφάνη λὶς εἰς ὁδόν the lion appeared in the path, Il.15.276;ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἦν Hdt.1.21
(s. v.l.); ;ἐς κώμην παραγίνονται Id.1.185
;παρῆν ἐς Σάρδις Id.6.1
;ἐς δόμους μένειν S.Aj.80
(cod. Laur.);ἐς τὴν νῆσον κατέκλῃσε Th.1.109
, cf. Hdt.3.13; ἀπόβασιν ποιήσασθαι ἐς .. Th.2.33, etc.; later used like ἐν, τὴν γῆν εἰς ἣν ὑμεῖς κατοικεῖτε LXX Nu.35.34;τὸ χρυσίον ὃ εἰλήφεσαν εἰς Ῥώμην D.S.14.117
;οἰκεῖν εἰς τὰ Ὕπατα Luc.Asin.1
;εἰς Ἐκβάτανα ἀποθανεῖν Ael.VH7.8
;εἰς ἅπασαν τὴν γῆν Suid.
s.v. Καλλίμαχος: generally,τοὔνομα εἰς τὴν Ἑλλάδα, φασίν, Ἱππομιγὴς δύναται Ael.VH9.16
.3 with Verbs of saying or speaking, εἰς relates to the persons to or before whom one speaks, εἰπεῖν ἐς πάντας, ἐς πάντας αὔδα, Hdt.8.26, S.OT93;λέγειν εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιάρχων X.Cyr. 3.3.7
; : with other Verbs, ; ; ἐπαχθὴς ἦν ἐς τοὺς πολλούς Id.6.54; ;διαβεβλῆσθαι εἴς τινα Pl.R. 539c
.4 elliptical usages,a after Verbs which have no sense of motion to or into a place, τὴν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν they quitted the city for a strong position, i.e. to seek a strong position, X.An.1.2.24; γράμματα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας letters were captured [and sent] to Athens, Id.HG1.1.23, cf. Pl.R. 468a;ἀνίστασθαι ἐς Ἄργος E.Heracl.59
, cf. Pl.Phd. 116a.b participles signifying motion are freq. omitted with εἰς, τοῖς στρατηγοῖς τοῖς εἰς Σικελίαν (sc. ἀποδειχθεῖσιν) And.1.11, etc.c c. gen., mostly of proper names, as εἰς Ἀΐδαο, [dialect] Att. εἰς Ἅιδου [δόμους], Il.21.48; ἐς Ἀθηναίης [ἱερόν] to the temple of Athena, 6.379; ἐς Πριάμοιο [οἶκον] 24.160, cf. 309; εἰς Αἰγύπτοιο [ῥόον] Od.4.581;ἐς τοῦ Κλεομένεος Hdt.5.51
;εἰς Ἀσκληπιοῦ Ar.Pl. 411
;ἐπὶ δεῖπνον [ἰέναι] εἰς Ἀγάθωνος Pl.Smp. 174a
: with Appellatives, ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ to a rich man's house, Il.24.482;ἐς πατρός Od.2.195
; πέμπειν εἰς διδασκάλων send to school, X.Lac.2.1;εἰς δ. φοιτᾶν Pl.Prt. 326c
; ἐς σεωυτοῦ, ἑωυτοῦ, Hdt.1.108, 9.108, etc.II OF TIME,1 to denote a certain point or limit of time, up to, until,ἐς ἠῶ Od.11.375
; ἐς ἠέλιον καταδύντα till sunset, 9.161 (but also, towards or near sunset, 3.138);ἐκ νεότητος ἐς γῆρας Il.14.86
;ἐκ παιδὸς ἐς γῆρας Aeschin.1.180
; ἐς ἐμέ up to my time, Hdt.1.92, al.: with Advbs., εἰς ὅτε (cf. ἔς τε) against the time when.., Od.2.99; εἰς πότε; until when ? how long ? S.Aj. 1185 (lyr., cf.εἰσόκἐ; εἰς ὁπότε Aeschin.3.99
; ἐς τί; = εἰς πότε; Il.5.465; ἐς ὅ until, Hdt.1.93, etc.;ἐς οὗ Id.1.67
, 3.31, etc.;ἐς τόδε Id.7.29
, etc.2 to determine a period, εἰς ἐνιαυτόν for a year, i.e. a whole year, Il.19.32, Od.4.526; within the year, ib.86 (cf.ἐς ἐνίαυτον Alc.Supp.8.12
);εἰς ὥρας Od.9.135
; ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην for the summer, i.e. throughout it, 14.384; ἡ εἰς ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται the expenditure for a year is expended in the month, X.Oec.7.36;μισθοδοτεῖν τινὰς εἰς ἓξ μῆνας D.S.19.15
;χοίνικα κριθῶν εἰς τέσσαρας ἡμέρας διεμέτρει Posidon. 36J.
; εἰς ἑσπέραν ἥκειν to come at even, Ar.Pl. 998; εἰς τρίτην ἡμέραν or εἰς τρίτην alone, on the third day, in two days, Pl.Hp.Ma. 286b, X.Cyr.5.3.27;ἥκειν ἐς τὴν ὑστεραίαν Id.An.2.3.25
;ἥκειν εἰς τὸ ἔαρ Hell.Oxy.17.4
; ἐς τέλος at last, Hdt.3.40; ἐς καιρόν in season, Id.4.139; οὐκ ἐς ἀναβολάς, ἀμβολάς, with no delay, Id.8.21, E.Heracl. 270, etc.; ἐς τότε at this time, v.l. in Od.7.317 (but εἰς τότε at that time (in the [tense] fut.), D.14.24, Pl.Lg. 830b); ἐς ὕστερον or τὸ ὕστερον, Od.12.126, Th.2.20: with Advbs.,ἐς αὔριον Il.8.538
, Pl. Lg. 858b;ἔς περ ὀπίσσω Od.20.199
;ἐς αὖθις Th.4.63
(v. εἰσαῦθις (; ἐς αὐτίκα μάλ' Ar. Pax 367; εἰς ἔπειτα (v. εἰσέπειτα (; ἐς τὸ ἔ., Th.2.64;ἐς ὀψέ Id.8.23
; εἰς ἅπαξ, v. εἰσάπαξ; εἰς ἔτι, v. εἰσέτι.III to express MEASURE OR LIMIT, without reference to Time, ἐς δίσκουρα λέλειπτο was left behind as far as a quoit's throw, Il.23.523; ἐς δραχμὴν διέδωκε paid them as much as a drachma, Th.8.29;ἱματισμὸν ζητῆσαι εἰς δύο τάλαντα Thphr.Char.23.8
; so ἐς τὰ μάλιστα to the greatest degree, Hdt.1.20, etc.;ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ Id.1.124
;εἰς τοσοῦτο ἥκειν Lys.27.10
; ; ἐς ὅ ἐμέμνηντο so far as they remembered, Th.5.66;ἐς τὸ ἔσχατον Hdt.7.229
, etc.;εἰς ἅλις Theoc.25.17
.2 freq. with Numerals,ἐς τριακάδας δέκα ναῶν A.Pers. 339
; ναῦς ἐς τὰς τετρακοσίας, διακοσίας, to the number of 400, etc., Th.1.74, 100, etc.; εἰς ἕνα, εἰς δύο, εἰς τέσσαρας, one, two, four deep, X.Cyr.2.3.21; but εἰς τέσσαρας four abreast, Aen.Tact.40.6: with Advbs., ἐς τρίς or ἐστρίς thrice, Pi.O.2.68, Hdt.1.86; of round numbers, about, X.An.1.1.10.4IV to express RELATION, towards, in regard to,ἐξαμαρτεῖν εἰς θεούς A.Pr. 945
, etc.; ἁμάρτημα εἴς τινα, αἰτίαι ἐς ἀλλήλους, Isoc.8.96, Th.1.66; ;ἔχθρη ἔστινα Hdt.6.65
;φιλία ἐς ἀμφοτέρους Th.2.9
; λέγειν ἐς .. Hdt.1.86;γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν Id.4.98
;ἡ ἐς γῆν καὶ θάλασσαν ἀρχή Th.8.46
.b of the subject of a work, esp. in titles, e.g.τὰ ἐς Ἀπολλώνιον Philostr. VA
; of the object of a dedication, as in titles of hymns, ἐπινίκια, etc.2 in regard to,πρῶτος εἰς εὐψυχίαν A.Pers. 326
; , cf. Eq.90;διαβάλλειν τινὰ ἔς τι Th.8.88
;αἰτία ἐπιφερομένη ἐς μαλακίαν Id.5.75
;μέμφεσθαι εἰς φιλίαν X.An.2.6.30
;εἰς τὰ πολεμικὰ καταφρονεῖσθαι Id.HG7.4.30
; ; in respect of,εὐτυχεῖν ἐς τέκνα E.Or. 542
, cf. Pl.Ap. 35b, etc.;εἰς χρήματα ζημιοῦσθαι Id.Lg. 774b
, cf. D.22.55; ἐς τὰ ἄλλα Th.I.I;εἰς ἄπαντα S.Tr. 489
;ἐς τὰ πάνθ' ὁμῶς A.Pr. 736
;εἰς μὲν ταῦτα Pl.Ly. 210a
; τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ, S.OT 706, E. IT 691, cf. S.Ichn.346; ;ἐς πλείονας οἰκεῖν Id.2.37
; for τελεῖν ἐς Ἕλληνας, Βοιωτούς, ἄνδρας, etc., v. τελέω.3 of Manner,ἐς τὸν νῦν τρόπον Id.1.6
;τίθεμεν τἆλλα εἰς τὸν αὐτὸν λόγον; Pl.R. 353d
;ἐς ἓν μέλος Theoc.18.7
: freq. periphr. for Advbs., ἐς κοινὸν φράζειν, λέγειν, A.Pr. 844, Eu. 408; ἐς τὸ πᾶν, = πάντως, Id.Ag. 682(lyr.); ἐς τάχος, = ταχέως, Ar.Ach. 686; ἐς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, Id.Av. 805;ἐς τἀρχαῖον Id.Nu. 593
;εἰς καλόν S. OT78
, cf. Pl.Phd. 76e;ἐς δέον γεγονέναι Hdt.1.119
, cf. S.OT 1416, and v. δέον.V ofan end or limit, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν, λήγειν ἐς.., to end in.., Hdt.1.120,3.125,4.39, etc.;ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα ου,ρον ἀνθρώπῳ προτίθημι Id.1.32
; καταξαίνειν ἐς φοινικίδα to cut into red rags, Ar.Ach. 320 (troch.);στρέφειν τι εἰς αἷμα Apoc.11.6
; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τελευτᾶν, εἰς ἄνδρα γενειᾶν, Pl.Tht. 173b, Theoc.14.28;ἐκτρέφειν τὸ σπέρμα εἰς καρπόν X.Oec.17.10
: so with εἶναι or γίγνομαι to form a predicate,ἔσται εἰς ἔθνη LXXGe.17.16
; ἐγενήθη εἰς γυναῖκα ib.20.12; πιστὸς (sc.ἦν) εἰς προφήτην ib.IKi.3.20;ἐγένετο εἰς δένδρον Ev.Luc.13.19
,al.2 of Purpose or Object, εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν, πείσεται εἰς ἀγαθόν, for good, for his good, Il.9.102,11.789;εἰς ἀγαθὰ μυθεῖσθαι 23.305
;ἐς πόλεμον θωρήξομαι 8.376
, cf. Hdt.7.29, etc.; ἐς φόβον to cause fear, Il.15.310;ἐς ὑποδήματα δεδόσθαι Hdt.2.98
;κόσμος ὁ εἰς ἑορτάς X.Oec.9.6
;ἐπιτηδεότατος, εὐπρεπής, ἔς τι Hdt.1.115
,2.116; εἰς κάλλος ζῆν to live for show, X.Cyr.8.1.33, cf. Ages. 9.1;ἐς δαίτην ἐκάλεσσε Call.Aet.1.1.5
;εἰς κέρδος τι δρᾶν S.Ph.
III; ; ; εἰς τὸ πρᾶγμα εἶναι to be pertinent, to the purpose, D.36.54; freq. of expenditure on an object, IG22.102.11, 116.41, al.;ἐς τὸ δέον Ar.Nu. 859
, etc.; ἐς δᾷδα ib. 612.B POSITION: εἰς is sts. parted from its acc. by several words,εἰς ἀμφοτέρω Διομήδεος ἅρματα βήτην Il.8.115
; : seldom (only in Poets) put after its case, Il.15.59, Od.3.137,15.541, S.OC 126(lyr.): after an Adv.,αὔριον ἔς· τῆμος δὲ.. Od.7.318
. -
7 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
8 Offensive
adj.P. and V. βαρύς, ἐπαχθής, P. ἀηδής.Causing jealousy: P. and V. ἐπίφθονος.Insulting: P. ὑβριστικός, V. κακόστομος; see Abusive.Take the offensive: P. ἐπιχειρεῖν (Thuc. 3, 12), προεπιχειρεῖν (Thuc. 6, 34).Offensive and defensive alliance: P. συμμαχία ὥστε τοὺς αὐτούς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν (Thuc. 1, 44).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Offensive
См. также в других словарях:
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… … Dictionary of Greek
Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… … Dictionary of Greek
αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… … Dictionary of Greek
σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek