Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ἐπαχϑής

См. также в других словарях:

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… …   Dictionary of Greek

  • Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»